Σάββατο 8 Ιουνίου 2019

Περί Έρωτος

Έπιασε δυο τρεις πετρούλες κι άρχισε να τις πετά κάνοντας βατραχάκια στη θάλασσα. Προσπαθούσε έτσι να ξεφύγει λίγο απ'τον εαυτό του και τις σκέψεις του μιας και η βροχή τους τον είχε κάνει μούσκεμα. Έμοιαζε με βρεγμένο γατί κι ας ήταν στεγνός, μπρος σε έναν ήλιο και μια θάλασσα που τον έκαιγαν με την κάψα και την αλμύρα τους.

Δεν μπορούσε όμως να τα καταφέρει. Αναλογιζόταν την πρότερη ζωή του, την ησυχία που είχαν τα νερά της ψυχής του, τη συναισθηματική σταθερότητα - σωστή νωθρότητα, όλα όσα τον έκαναν να είναι αυτό που νόμιζε πως είναι. Σκεφτόταν πόσο όμορφο είναι να μην αγωνιάς για τίποτε, να μη φοβάσαι για το τι σου ξημερώνει, να μην εξαρτιέσαι με κανέναν τρόπο, πόσω μάλλον συναισθηματικά από ένα άλλο πρόσωπο. Κι όλα αυτά, με μια μικρή σπίθα ενθουσιασμού, έγιναν απλά στάχτη αναμνήσεων μιας αλλοτινής εποχής. Τα βράδια του άλλαξαν κι οι μέρες του επίσης.

Κάπως έτσι, ο ήρωάς μας ξύπνησε από τον λήθαργο στον οποίο είχε πέσει. Η χειμερία νάρκη του έληξε σαν μύρισε το άρωμα μιας κοπέλας, της οποίας η αύρα περιέλουζε τις πιο σκοτεινές του γωνιές.

Χρόνια πολλά κουβαλούσε δεξιά κι αριστερά το κουφάρι του μιας κι είχε συμφιλιωθεί με τον θάνατο ζώντας μια ζωή μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Είχε πάψει να πιστεύει στη δύναμη των συναισθημάτων, λες κι αυτά δεν είναι το αποκύημα σοφίας χιλιάδων χρόνων, κι είχε εναποθέσει τις όποιες ελπίδες του για τη ζωή πάνω στην κρυσταλένια λογική του. Έχτιζε για σειρά ετών έναν πύργο ώστε να μπορέσει να ανέβει όσο πιο ψηλά γίνεται, νομίζοντας πως έτσι θα δει καλύτερα την αλήθεια του κόσμου, και δίχως να καταλαβαίνει πως ό,τι έκανε το έκανε για να απομακρυνθεί απ'τους άλλους, να μπορέσει έτσι να απομονωθεί και να πεθαίνει αργά αργά ώστε να μη βρομίσει τον τόπο και τον πάρουν χαμπάρι και τον σώσουν. Η συναισθηματική αυτοκτονία στο αποκορύφωμά της, μιας κι ο χειρότερος θάνατος είναι να πεθαίνεις λίγο λίγο κάθε μέρα, φτάνοντας στο σημείο του να μη νιώθεις τίποτα.

Μια μέρα και για καλή του τύχη, την ώρα που σκάλιζε τη γη για να βρει τις κατάλληλες πέτρες για τον πύργο του, χτύπησε κι άνοιξε μια πόρτα μυστική, μια πόρτα που οδηγούσε σε έναν κόσμο κάθετο προς αυτόν. Την πόρτα άνοιξαν άνθρωποι που ζούσαν δίχως να σκέφτονται για το τι μέλλει γενέσθαι, άνθρωποι που ποτέ δεν αναρωτήθηκαν για το τι θα έπρεπε να κάνουν για να ευτυχήσουν μιας και ήταν ήδη ευτυχισμένοι. Του φάνηκε πολύ παράξενος ο κόσμος τους κι αισθανόταν ξένος απέναντί τους. Κάθισε όμως δίπλα τους, μήπως και μπορέσει να πάρει κάτι απ'το μυστικό της πραγματικότητάς τους. Είδε τότε πόσο δίνονταν ο ένας στον άλλο δίχως να περιμένουν κάτι ως αντάλλαγμα πίσω. Είδε να χορεύουν, να τραγουδούν, να παίζουν απλά για τη χαρά της στιγμής τους. Τότε συνειδητοποίησε πως αυτός ζούσε μονίμως στο παρελθόν και στο μέλλον μα ποτέ στο παρόν του. Κι ήταν αυτό το μυστικό εν τέλει που τον έβαλε σε σκέψεις.

Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι βίωναν το παρόν τους ως τέτοιο. Είχαν την αυταπάρνηση να ζουν ως μηδενικά, απλά η μαγεία τους ήταν ότι πήγαιναν και κολλούσαν πίσω απ΄τη μονάδα της ζωής, και κάπως έτσι έδιναν αξία στη δική τους ύπαρξη, δίχως να βασανίζονται άγαρμπα.

Καθόταν σε μια γωνίτσα ως συνήθως, έπινε νέκταρ απ'το ξύλινο ποτήρι που του είχανε προσφέρει, παρατηρούσε τον κόσμο κι αισθανόταν εξωγήινος. Τότε ήταν που το βλέμμα του έπεσε πάνω σε μια αιθέρια ύπαρξη που χόρευε, ή για να είμαστε πιο ακριβείς, τότε ήταν που το βλέμμα του τραβήχτηκε από μια αιθέρια ύπαρξη και φυλακίστηκε εκεί οικειοθελώς, λες και κάποια μάγια τον είχαν δέσει μια για πάντα. Τότε ήταν που ξύπνησε και είδε την αλήθεια της ζωής.

Άρχισε να χάνει τη δύναμη του εαυτού του, την εξουσία που είχε να ελέγχει το σώμα και τη σκέψη του. Άρχισε να παραδίνεται στη φύση του. Άρχισε να ενθουσιάζεται, να ερωτεύεται. Να κάτι που θεωρούσε πως δεν μπορούσε ποτέ να του ξανασυμβεί, μιας και είχανε περάσει πολλά χρόνια απ'την τελευταία φορά, κι ενώ νόμιζε πως ήταν ζωντανός νεκρός, τελικά ανακάλυψε μια μικρή φλόγα ζωής που σιγόκαιγε μέσα του.

Το όνειρο του πύργου πήρε να ξεθωριάζει. Ο κήπος των συναισθημάτων μέσα του άρχισε να ανθίζει ξανά. Η φύση τον καλούσε να ξαναγίνει παιδί, δηλαδή ένας πραγματικά ζωντανός άνθρωπος που θα ζει στο παρόν του. Κι αυτός ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα, και σήκωσε το κεφάλι του πιο ψηλά, πήρε την πρώτη ανάσα του νέου του είναι κι άρχισε να ονειρέυεται αυτή τη φορά όνειρα με χρώματα. Τέτοια χρώματα που δεν είχε φανταστεί ποτέ του.

Σηκώθηκε για να δει πως είναι να στέκεσαι ξανά στα πόδια σου όντας ζωντανός. Περπάτησε λίγη ώρα τριγύρω, έκανε μερικά άλματα κι έτρεξε για να ξανανιώσει τον εαυτό του όπως ήταν άλλοτε. Λαχάνιασε κι έτυχε να σταματήσει μπρος στην κοπέλα που χόρευε. Χόρευε και χόρευε κι ήταν λες κι είχε γεννηθεί χορεύοντας. Χόρευε και χόρευε κι αναρωτιόσουν αν θα πεθάνει χορεύοντας. Η έκφραση του προσώπου της έκρυβε τα πιο γαλήνια συναισθήματα. Φιλήδονο του φαινόταν, μα η αλήθεια είναι ότι έκρυβε μια μοναδική προσδοκία, την προσδοκία να μην αλλάξει τίποτα και να μείνουν όλα ως έχουν. Ένιωσε τότε έντρομος απέναντί της γιατί στα μάτια της είδε την κοπέλα που έβλεπε όταν ήταν μικρό παιδί στα όνειρά του. Ήταν το ίδιο πρόσωπο του μικρού κοριτσιού, της νεαρής κοπέλας, της δυνατής γυναίκας, της πρακτικής μητέρας και της σοφής γιαγιάκας που πάντα ήθελε να αγγίζει, να φιλάει, να αγκαλίαζει. Της ύπαρξης που ήθελε να ακουμπά πάνω της το κεφάλι του, της ύπαρξης που για χάρη της ποθούσε να ζήσει και να πεθάνει σε αυτόν τον κόσμο. Και κάπως έτσι, με μια μικρή κραυγή, δέχτηκε το βέλος του Θεού Έρωτα. Ενός βέλους που τον έμπηγε βαθιά μες στην καρδιά και του προκαλούσε έναν γλυκό πόνο.

Σαστισμένος σαν ήταν, έβαλε αυτόματο πιλότο στη συμπεριφορά του, κι άρχισε να περιεργάζεται τα νέα δεδομένα, παράγωντας νέες πληροφορίες που θα του άλλαζαν τη ζωή. Αν κάτι είχε μάθει καλά τόσα χρόνια που σκάλιζε τη γη, που έπιανε τις πέτρες και τις εναπόθετε τη μια πάνω στην άλλη, που έδινε μορφή στον πύργο του, ήταν να μπορεί να βλέπει μέσα του σαν να'ταν ένας άλλος. Είχε τιθασεύσει την τέχνη της εκλογίκευσης των συναισθημάτων κι είχε αρχίσει να μοιάζει με έναν άλλο Φρανκεστάιν που έδινε ζωή σε άψυχες ιδέες. Μα πλέον, οι συνθήκες είχανε αλλάξει. Για τίποτε δε θα ήθελε να επιστρέψει στον κόσμο του, στον πυργίσκο του. Του άρεσε ο νέος κόσμος που είχε ανακαλύψει τυχαία. Του άρεσε κι ο νέος του εαυτός κι η πρόκληση που αντιμετώπιζε του έδινε νόημα στη ζωή. Προσπάθησε να συνδυάσει όσα γνώριζε με όσα ανακάλυπτε τώρα. Μέσα στο εργαστήρι του νου του, έφτασε σε κάποια αποτελέσματα. Και χάρη στα μικρά ψήγματα θάρρους και θράσους, μπόρεσε να βρει τη δύναμη και να ανοίξει τον συναισθηματικό του εαυτό στον ίδιο. Αυτό που βρήκε, άρχισε να τον εξιτάρει και δε δυσκολεύτηκε να αντιληφθεί πως ήταν ένας μικρός θησαυρός. Ανοίγοντας τον εαυτό του, άνοιξε κι ένα σεντούκι, σαν αυτά που κρύβονται απ'όλωνων τα μάτια, και βυθίζοντας τα χέρια του έπιασε τα ανώτερά του συναισθήματα για τη ζωή κι ήταν τέτοια η υφή τους που τον έκαναν να νιώσει σα μικρός Θεός. Τα πήρε προς τα έξω και τα φόρεσε κι άρχισε να λάμπει. Πλέον ήταν ένας μικρός Θεός.

Ένιωθε άψογα και μπρος στην τύφλωσή του τίποτα δεν μπορούσε να σταθεί. Έτσι πήρε την απόφαση να δοκιμάσει την τύχη του με την Ζωή που χόρευε, με εκείνη την αιθέρια ύπαρξη που τον τραβούσε καταπάνω της άθελά της. Της χαμογέλασε και του ανταπέδωσε αυτόν τον γλυκό χαιρετισμό με μια χαμογελαστή φιγούρα. Της μίλησε με μια φωνή που πήγαζε απ'τα βάθη της ψυχής του κι εκείνη τον άκουγε και στροβιλιζόταν με ένα βλέμμα απορίας. Αυτός μιλούσε παθιασμένα. Παρουσίαζε τον εαυτό του όπως νόμιζε πως ήταν, έλεγε λόγια αιώνιου Κάλους, βγαλμένα απ'τα κλασικότερα έργα των ανθρώπων. Αυτή μιλούσε ελάχιστα και κατά κύριο λόγο παθητικά. Έδειξε πως είχε φοβηθεί μ'αυτόν τον τύπο που έμοιαζε εξωγήινος, αλλιώτικος απ'τους άλλους. Ο φίλος μας στην αρχή ξεκίνησε να νιώθει ντροπή λες και είχε διαπράξει έγκλημα, δεν άργησε να καταλάβει όμως πως το μόνο έγκλημα είναι να θάβουμε τα συναισθήματά μας μέσα μας κι έτσι απελευθερώθηκε κι άλλο. Στη σκακιέρα τους τα μαύρα πιόνια του έπεφταν σωρηδόν, και τα δικά της, τα λευκά κυριαρχούσαν με πολύ μικρές απώλειες, σχεδόν ασήμαντες μπρος στις θυσίες του ήρωά μας. Κάθε κίνηση σηματοδοτούσε μια νέα προσπάθεια συμφιλίωσης μα εξαντλούνταν στη σύγκρουση κι αυτό ροκάνιζε την ελπίδα που σιγόβραζε μέσα του. Η πίστη του όμως δεν πέθαινε.

Ο ενθουσιασμένος του έρωτας επιβίωνε ως διά μαγείας, ίσως μέσω της ίδιας μαγείας που μας κρατάει νωθρά σε τούτη τη ζωή τόσα χρόνια. Ήλπιζε και πίστευε, πίστευε κι ήλπιζε. Με αρετές του την ανδρεία, τη φρόνηση και το δίκαιο, ένιωθε πως είχε ό,τι χρειαζόταν για να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο, τον πόλεμο του έρωτα. Οι πράξεις περνούσαν και τίποτε δεν καλυτέρευε εξόν απ'τη γαλουχία της κοπέλας. Κι αν αυτή αντιστεκόταν, κι αν κρατιόταν, κι αν ζοριζόταν, κι αν αγαπούσε συμπονετικά, σαν άλλη Μητέρα Τερέζα, ήταν γιατί μέσα της τής φανερωνόταν όλη η θεία πράξη. Κι αυτό την έκανε να καίγεται στα Αν. Κάθε στροφή κι ένα Αν. Κάθε πιόνι κι ένα Αν.

Τα κύματα χτυπούσαν μέσα του, ήταν οι Δαίμονές του, έφταναν τα τέσσερα μέτρα. Η σταθερότητα έμοιαζε πλέον ξένη. Άλλαζε κάθε μέρα και δεν ήξερε ποιος ήταν γιατί τελικά δεν ήταν λιμνούλα η ψυχή του μα ποτάμι. Αγωνιούσε, φοβόταν, εξαρτιώταν αλλά όχι από έναν άλλο, όχι απ'την αιθέρια ύπαρξη, μα απ'τον ίδιο μιας και δεν μπορούσε να ελέγχει τον εαυτό του όπως και πρώτα. Το συναίσθημα είχε νικήσει στο πεδίο της μάχης την λογική.

Ο ήρωάς μας το ζούσε, η κοπέλα όχι. Αυτός χαιρόταν, αυτή φοβόταν. Αυτός γνώριζε, αυτή είχε απορίες. Αυτά σκεφτόταν την ώρα που η θάλασσα έγλυφε τις πετρούλες που είχε πετάξει πριν από λίγο μέσα στον βυθό της.

Κοιτάχτε, πόσο όμορφο είναι να ερωτεύεται κανείς, κι ας είναι η φωτιά του έρωτά του να τον κάψει... Πόσο έντονα συναισθήματα ζει, και κάπως έτσι σταματάει να νιώθει τον χρόνο που περνάει από πάνω του... Πόσο λάμπει η ψυχή του ανθρώπου που μόλις πέρασε τις πύλες της Αιωνιότητας της στιγμής!

Μακάρι να είχαμε την τύχη να ζήσουμε όλοι τον έρωτα έστω και για μια φορά στη ζωή μας, ακόμη και μόνοι μας. Και μακάρι, αν έχουμε την τύχη να ερωτευθούμε, να ανταποκριθούν οι άλλοι στα συναισθήματά μας, κι έτσι, να μην περιδιαβαίνουμε μόνοι στον Ναό της Αιωνιότητας. Και μακάρι ο έρωτας, να μην ήταν άπληστος μα σοφός όπως η αγάπη και μακάρι, να μην είχε τόσα Μακάρι.




Την εικόνα βρήκα στο pixabay.com και είναι του χρήστη StockSnap.

Ψέματος Αληθεία

Ξαφνικά σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε τον ουρανό. Έμεινε έτσι ασάλευτος για κάμποση ώρα. Μια εικόνα του ανθρώπου τόσο διαχρονική, όσο διαχρονικά είναι και τα μυστικά ερωτήματα τού καθενός μας. Σκέψεις διάφορες περνούσαν απ'το νου του. Σκέψεις που πριν προλάβουν να αγκυροβολήσουν μέσα του, χάνονταν σα να'ταν πεφταστέρια.

Αναλογιζόταν τη μέχρι τώρα ζωή του. Τον τρόπο που μεγάλωσε. Τις δυσκολίες που συνάντησε, τις χαρές. Όλα αυτά τα άτομα που βρέθηκαν μπρος του, και με τον τρόπο τους ο καθένας, τον επηρέασαν και τον επηρεάζουν σμιλεύοντάς τον σε αυτό που φαίνεται να είναι τώρα. Και τώρα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μιαν ιδέα καρφιτσωμένη σε τόσα και τόσα μυαλά, που κάποτε θα χαθούν κι αυτά. Ο άνθρωπος μπορεί να αρρωσταίνει, να σπάει κόκκαλα, να πνίγεται στο ίδιο του το αίμα, μα όλα αυτά είναι για λίγο. Μόνο για μερικά χρόνια.

Κάποτε γεννήθηκε, για τη στιγμή ζει, στο μέλλον προβλέπεται να πεθάνει. Αυτός ο ιερός κι ατέρμονος κύκλος δε λέει να σπάσει. Δε θα σπάσει, αποτελεί νόμο. Δε χρειάζεται να κουράζουμε ιδιαίτερα το τομάρι μας. Θεωρώ πως θα άξιζε ο κόπος να συμφιλιωθεί κανείς με την μελλοντική του απουσία, όσο και με τον θάνατο γενικότερα. Κανείς, μπορεί να καταλάβει πολλά για τον άλλο, και μόνο απ'τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει αυτή τη μικρή συντέλεια.

Σκεφτόταν πως προς το παρόν ήταν εκεί, μεστός όσο δεν πάει και τουλάχιστον τρισδιάστατος. Έπειτα, θα έμενε για λίγο καιρό ακόμη η λαλιά, η όψη κι οι ιδέες του. Το άψυχο και κρύο σε θερμοκρασία τέφρας τελευταίο κομμάτι ύπαρξής του. Στο τέλος, θα χάνονταν και κάθε ανάμνηση που τον κρατούσε νωθρά σε τούτη τη θεία πράξη.

Η ώρα πέρασε κι είπε να κατέβει απ'τ'άστρα. Μια γεύση του'μεινε στον νου. Όσο αληθινά κι μοιάζουν όλα, είναι τόσο κι άλλο τόσο ψεύτικα.




Την εικόνα βρήκα στο pixabay.com και είναι του χρήστη skeeze.

Γραμμένο τον Ιούνη του 2016.

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019

Ηλιαχτίδες

Μπαούλο που όταν ανοίγει δεν έχει τίποτα, κι όταν είναι ανοιχτό έχει τα πάντα.

Σκιά που το φως κρύβει, μα όταν λείπει το φως η σκιά λυπάται.

Έμψυχα σώματα κενά κι εν δυνάμει ήλιοι.

Προσπαθούμε να κινηθούμε προς τα μπρος μα κάτι μας βαραίνει, κάτι μας στοιχειώνει. Ανεκπλήρωτοι έρωτες, χαμένες αγάπες, ξεχασμένες φιλίες, μα και πρόσωπα θολά. Ξεθωριασμένες εικόνες, θαμμένες αναμνήσεις... βαθιά, τόσο βαθιά.

Μια μνήμη προβληματική και μια συναισθηματική άβυσσος. Ομορφιά παραδείσου αγγελικά πλασμένη, ευάκουστες μελωδίες και φτερουγίσματα, κι απ'την άλλη η μοναξιά της κολάσεως, η μυρωδιά του θανάτου κι ο πόνος του θνητού, του εφήμερου.

Τι μας στερεί απ'το πέταγμα; Τι μας κρατά χαμηλά στη γη; Γιατί δεν πιάνουμε τον ουρανό και δε γευόμαστε την ελευθερία;

Ξυπνήσαμε μια μέρα και δε βλέπαμε τίποτα, μέχρι που έπεσαν μερικές ηλιαχτίδες πάνω μας και ξαφνικά ανοίξαμε τα μάτια μας.

Είμαστε νερό. Ο μικρόκοσμός μας είναι το ποτήρι. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να μπούμε στο ποτήρι και να πάρουμε το σχήμα του, να γίνουμε το ποτήρι, να γίνουμε ο κόσμος. Μα δεν αρκεί αυτό, σκοπός μας είναι να φωτίσουμε τους άλλους, αρκεί να φωτιστούμε κι εμείς. Πρόκειται για σχέσεις αγάπης. Άνθρωποι που μας σημαδεύουν είναι οι ηλιαχτίδες μας κι εμείς αντίστοιχα οι δικές τους ηλιαχτίδες. Μας ρίχνουν άπλετο φως και το φως αυτό περνώντας μέσα απ'το ποτήρι αλλάζει πορεία, συνεχίζοντας το ταξίδι του προς μιαν άλλη κατεύθυνση.

Και η κατάσταση αυτή συνεχίζεται μέχρι να σπάσουν τα ποτήρια και να χυθούν τα νερά, μέχρι να χαθεί ο κόσμος, να χαθούμε κι εμείς.

Το πέταγμα απαιτεί θάρρος, μα το θάρρος ραγίζει το ποτήρι. Το τίμημα της ελευθερίας ίσως να'ναι ο λόγος που θα σπάσει το ποτήρι και θα χαθεί ο κόσμος. Το τίμημα της ελευθερίας ίσως είναι το χάσιμο του εαυτού μας.

Ηλιαχτίδες μου που με φωτίζετε και σαλεύω, είσαστε όλες ξεχωριστές, μα εγώ κρατώ τον θρόνο της καρδιάς μου για μια πιο ξεχωριστή μου ηλιαχτίδα. Λόγια αληθινά, λόγια αγάπης.




Την εικόνα βρήκα στο pixabay.com και είναι του χρήστη werner22brigitte.

Γραμμένο τον Ιούνιο του 2015.

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

Καστοριάδης - Εκπαίδευση

Μέσα σε τέσσερα μόνο λεπτά ο Καστοριάδης, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες φιλοσόφους του προηγούμενου αιώνα, μας φανερώνει γιατί τα εκπαιδευτικά συστήματα αποτυγχάνουν να γαλουχήσουν τους πολίτες που ένα πολίτευμα έχει ως αναγκαία προϋπόθεση ώστε να θεωρηθεί δημοκρατικό.




Είναι τρομερό πάντως πως αυτά τα λόγια τα είπε πριν πολλά πολλά χρόνια κι ακόμη και σήμερα βρίσκουν πρόσφορο έδαφος ως κριτική. Τελικά, σκέφτομαι πως ό,τι και να λένε οι φωτισμένοι άνθρωποι, μοιάζει σαν να μην είναι κανείς εκεί για να τα ακούσει, όπως το δέντρο στο δάσος που πέφτει μα κανείς δεν ακούει τον ήχο του γιατί είναι μονάχο του.




Παρόλα αυτά, εμείς είμαστε ερωτευμένοι με τη ζωή, ακριβώς έτσι όπως μας λέει ο Κορνήλιος ότι θα πρέπει να είμαστε με την εκπαίδευση και τη διά βίου μάθηση.

Έρωτας, έρωτας παντού!

Θάλασσα Ζωή

Η ζωή είναι σαν τη θάλασσα.

Πριν προλάβει κανείς να μάθει καλά καλά να κολυμπά, τον ρίχνουν από ψηλά στα βαθιά νερά της.

Και βρίσκεται εκεί, φανερά ολομόναχος, να προσπαθεί να σωθεί παλεύοντας με τη φύση.

Κολυμπά και κολυμπά, με όσες ψυχικές και σωματικές δυνάμεις έχει, προσπαθώντας να βρει μια στεριά να ξαποστάσει κι εκεί γαλήνιος να πεθάνει.

Γιατί όσο καλός κολυμβυτής, μαχητής κι αγωνιστής αν είσαι, είτε στ'απύθμενα νερά είτε στην ξέρα ξεψυχάς.




Την εικόνα βρήκα στο pixabay.com και είναι του χρήστη modi74.

Γραμμένο τον Ιούνιο του 2016.

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

Καλός Άνθρωπος, Άνθρωπος Κακός

Βρείτε μου έναν, μονάχα καλό είτε κακό Άνθρωπο και θα σας χαρίσω τα πλούτη όλα. Στη φύση δεν υπάρχει το καλό και το κακό, απλώς ισχύουν οι νόμοι της, κάποιοι θα επιβιώσουν, κάποιοι θα χαθούν, κάποιοι θα φάνε, κάποιοι θα φαγωθούν. Την φύση χαρακτηρίζει μιαν ισορροπία μεταξύ του καλού και του κακού. Το ένστικτο της επιβίωσης και γενικότερα τα ζωώδη ένστικτα διαποτίζουν όλα τα έμβια όντα.

Ο Άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφύγει απ'αυτή την μάστιγα καθώς αποτελεί ένα ζώο. Ένα ζώο ωστόσο που χάρη στη λογική του κατάφερε να επιβληθεί στη φύση και στα υπόλοιπα ζώα. Εκμεταλλευόμενος το όπλο της λογικής του, έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια κοινωνία, που λειτουργεί ως οργανισμός, η οποία εντάσσει κάθε νέο μέλος της, ορίζοντας σε σημαντικό βαθμό τον τρόπο σκέψης του. Ο νέος Άνθρωπος που γεννιέται δεν είναι καλός ή κακός, ή τουλάχιστον είναι κι απ'τα δύο, δεν υπάρχει όμως σχέση που να προσδιορίζει πόσο καλός ή κακός είναι, αποτελεί ένα μικρό ζώο το οποίο απλά έχει τεράστιες δυνατότητες εξέλιξης, τις οποίες κι αξιοποιεί μέσω των έτοιμων μηχανισμών της κοινωνίας που συναντά.

Μεγαλώνοντας το παιδί αναπτύσσει μια προσωπικότητα η οποία χαρακτηρίζεται από τις όποιες αρχές κι αξίες έχει λάβει, αποκτά ανεπτυγμένη συνείδηση, γνωρίζει τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τη φαντασία κι ό,τι άλλο. Μαθαίνει να ξεχωρίζει το καλό και το κακό σύμφωνα με την ηθική και τα πρότυπα και καλούπια της κοινωνίας μέσα στην οποία μεγάλωσε. Τότε γίνεται ο διαχωρισμός. Μαθαίνουμε να αποδεχόμαστε ό,τι ονομάζουμε καλό και κατακρίνουμε αυτό που ονομάζουμε κακό.

Ο Άνθρωπος με το που γεννιέται αποτελεί ένα ακατέργαστο διαμάντι κι ο τρόπος που η κοινωνία θα το γαλουχήσει θα δείξει αν το ακατέργαστο διαμάντι καταστραφεί ή αν θα γίνει ένα πανέμορφο διαμάντι. Είμαστε όλοι μας καλοί και κακοί, κάποιοι περισσότερο καλοί, κάποιοι περισσότερο κακοί, κι αυτό αποτελεί μιαν αλήθεια.

Η παιδεία που αποκτούμε μεγαλώνοντας μας κάνει να ξεφεύγουμε απ'τη φύση μας. Μας δίνει τη δυνατότητα να εξετάσουμε την ύπαρξή μας, να δούμε που λειτουργούμε σωστά και που λαθεμένα, να δώσουμε χώρο στη βελτίωση, να γίνουμε καλύτεροι Άνθρωποι, Άνθρωποι διαμάντια. Η κοινωνία του μέλλοντος απαρτίζεται από διαμάντια τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, όσο και όμορφα. Το καλό και το κακό ενυπάρχουν μέσα μας, μα για να ζήσουμε μια καλύτερη ζωή ως σύνολο, θα πρέπει να δώσουμε χώρο στη θετική πτυχή του βαθύτερου εαυτού μας. Ο Υπεράνθρωπος του Νίτσε, νίκησε την φύση του και μετά ίσως χάθηκε κι αυτός.




Την εικόνα βρήκα στο pixabay.com και είναι του χρήστη gunthersimmermacher.

Γραμμένο τον Ιούνιο του 2015.

Σάββατο 1 Ιουνίου 2019

Άνθρωποι Φυλακισμένοι

Μόλις γεννήθηκε ένα μωρό, ένα μωρό που ήρθε στον κόσμο παρά τη θέλησή του, ένας μικρός ανθρωπάκος που δεν έχει αναπτύξει το λογικό του οπότε δεν είναι και σε θέση να επιλέξει την ύπαρξη απ'την ανυπαρξία. Απλά συνέβη, είναι ένα τυχαίο γεγονός.

Ο μικρός μας φίλος μεγαλώνοντας θα σχηματίσει μια προσωπικότητα σμιλευμένη απ'τον κοινωνικό περίγυρο, θα υιοθετήσει τα πιστεύω, θα ενστερνιστεί την κοινωνική αντίληψη και θα επιλέξει ιδεολογία που να τον ορίζει. Μια ταμπέλα να φορέσει.

Η ζωή μπορεί να τον κάνει αυταρχικό, συνεργατικό ή λίγο κι απ'τα δυο, μπορεί να'ναι μουσουλμάνος, βουδιστής, χριστιανός ή ό,τι προκύψει. Ίσως να'χει όνειρα, ζωντανά νεκρά ποιος ξέρει, κάτι όμως θα ψάχνει στη ζωή του, έτσι κάνουν όλοι...

Αν το'χει και είναι τυχερός μπορεί να τον δείχνουν με το δάχτυλο λέγοντας πως είναι έξυπνος, διαφορετικά μπορεί απλά να'ναι στην αφάνεια είτε να θεωρείται και βλάκας. Πιθανότατα θα πιστεύει πως θα'ναι αυτός κι άλλος κανένας, ένας μικρός Θεούλης μπλεγμένος στα πόδια των ανθρώπων, ένα ον σχεδόν αλάθητο που όμως θα το κοροϊδεύει η ίδια του η μοίρα, μα πάνω απ'όλα ο ίδιος του ο εαυτός.

Έτσι δεν είναι άλλωστε; Πόσοι είναι αρκετά συνειδητοποιημένοι, τόσο που να λένε την αλήθεια στον εαυτό τους;

Μιαν αλήθεια που πονάει την αφήνουμε στην ακρούλα, κάπου καταχωνιασμένη, και λέμε ψέματα επί ψεμάτων τόσα που ξεχνάμε ακόμη τι μέσα στο κεφάλι μας είναι ψέμα και τι αλήθεια. Κι έτσι παλεύουμε με τους προσωπικούς μας δαίμονες, με αυτούς που θέλουν να βγουν στην επιφάνεια του εγώ μας μα εμείς πασχίζουμε να τους κρατήσουμε θαμμένους, βαθιά μέσα στην ψυχή μας. Και θεωρούμε πως είμαστε ελεύθεροι, μα δε λέμε αυτά που σκεφτόμαστε, κι όταν το κάνουμε καμιά φορά που χάσουμε μια μάχη, είμαστε κατατρεγμένοι, λες και σκοτώσαμε τον κόσμο όλο, ενώ απλά χάσαμε για λίγο απ'το πραγματικό μας είναι.

Κι η ζωή συνεχίζεται μέχρι που αλλάζει μορφή. Μια ψευδαίσθηση που λίγοι μπαίνουν στη διαδικασία να την εξετάσουν, νομίζοντας πως όλα τριγύρω είναι πραγματικότητα. Νομίζοντας πως μας περιβάλει μια κοσμική αλήθεια ενώ επί της ουσίας δεν είμαστε αληθινοί απέναντι σε εμάς τους ίδιους.

Γι'αυτό σας το λέω, είμαστε φυλακισμένοι, μας μεγαλώσανε για να'μαστε φυλακισμένοι, μας δεσμεύουν τα καλούπια μας που δε τα βλέπουμε ή μάλλον κάνουμε πως δε τα βλέπουμε...

Ονειροπολούμε πως τα πράγματα θ'αλλάξουν χωρίς όμως να βάζουμε το χέρι μας. Είμαστε η πιο τέλεια έκφανση του εαυτού μας μα εθελοτυφλούμε δείχνοντας στους άλλους ένα πρόσωπο το οποίο δεν είναι άλλο από μια μάσκα.

Κάποτε ελπίζω, ίσως μέσω της παιδείας και της αγάπης, όλοι οι άνθρωποι να αφήνονται ελεύθεροι απ'τους ίδιους, να ξεφεύγουν απ'τα όριά τους, να φτάνουν εκεί όπου δεν μπορούν, μια ουτοπική κοινωνία σαλεμένων όμορφων δαιμόνων...

Ως τότε όμως, το μεγαλύτερό μας ψέμα, θα'ναι το ψέμα της ελευθερίας μας.




Την εικόνα βρήκα στο pixabay.com και είναι του χρήστη tgs-webdesign.

Γραμμένο τον Ιούνιο του 2015.

Πρόσφατα

Τέλους Τίτλοι

Αλήθειες. Υπάρχουν πολλές από δαύτες στον κόσμο μας, και μια εξ αυτών είναι η ακόλουθη: κάθε τέλος σηματοδοτεί μια νέα αρχή. Υπάρχει όντω...

Δημοφιλείς