Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

Ωδή στην Άνοιξη

Καθώς μπήκαμε στην εποχή της Άνοιξης, νιώθω την καρδιά μου ν'ανοίγει όπως ανοίγουν τρίζοντας τα παραθύρια του Σπιτιού μπροστά στον Κόσμο. Οι λίγο σκουριασμένοι μεντεσέδες τους, τσιρίζουν και δίνουν ξανά μια αίσθηση ζωντάνιας. Λες και κάτι μισοπεθαμένο, ρίχνει το πέπλο που το σκέπαζε, κάτω στη γη, κι ανοίγει τα μάτια του μπρος σε όλη την ομορφιά της φύσης.

Ω, Άνοιξη, εσύ που μας υπόσχεσαι τα γλυκά σου πετροκέρασα, πόσο πολύ μας έλειψες...

Ευτυχώς, την βγάλαμε και φέτος. Γλυτώσαμε απ'τις δύσκολες ημέρες του χειμώνα και μπορούμε να βροντοφωνάξουμε ξανά: ήρθε πάλι η Ζωή!

Νέα και φρέσκια, σαν τις ημέρες σου Άνοιξή μου, που με τα πρωινά σου μας παγώνεις, με τα μεσημέρια μας ζεσταίνεις τις καρδιές και με τα βράδια μας δροσίζεις.

Σιγά σιγά όλα παίρνουν να αλλάζουν γύρω μας. Χρώματα και μυρωδιές σκάνε παντού σαν μικρά ηφαίστεια. Κι εκεί που είχαμε ασυναίσθητα πιστέψει πως ο χειμώνας σε νίκησε, εσύ ήρθες πάλι κοντά μας, ομορφαίνοντάς μας τον βίο, υποσχόμενη όσα καμιά άλλη εποχή δεν μπόρεσε να υποσχεθεί.

Ω, Άνοιξη, εσύ που με την πανσπερμία σου θέτεις τις βάσεις της αλλαγής, πόσο πολύ μας έλειψες...

Σχεδόν χάσαμε τον εαυτό μας, γλυκιά μου Άνοιξη, μέσα σ'αυτό που αποκαλούμε πολικό ψύχος. Είναι δύσκολο ξέρεις να ζεσταίνεται κανείς, όντας μόνος ανάμεσα σε επτά δισεκατομμύρια ψυχές, δίχως μια αγκαλιά, δίχως αγάπη. Τι σου είναι ο άνθρωπος...

Ήρθες όμως εσύ για να μας θυμήσεις πόσο όμορφο είναι να ανοίξει κανείς την καρδιά του και να υποδεχθεί τον εαυτό του και τους άλλους, δηλαδή πάλι τον εαυτό του, το σύμπαν.

Η αλήθεια είναι πως σε σκεφτόμουν συχνά, ειδικά κάτι παγερές βραδιές που μύριζαν θάνατο και φοβόμουν το είδωλο του καθρέφτη. Μα δεν ήξερα αν όντως θα'ρθεις ξανά, τόσο αβέβαιη που είναι η ζωή μας, κι έτσι κατέληγα να αγωνιώ μήπως και δεν ξαναδώ ούτε ένα χελιδόνι.

Τα λόγια τούτα ίσως σε μπερδεύουν παρηγορήτρα μου, μα πως να σ'το πω πιο λιανά;

Το όνειρό μου είναι να πεθάνω σε μια απ'τις πιο γαλανές σου μέρες, να προλάβω να δω το μπλε του ουρανού σου και να αισθανθώ πως θα με αποχαιρετήσει η Ζωή με το χαμόγελο στα χείλη. Πως να το κάνεις αλλιώς; Όταν γνωρίζεις πως μια μέρα θα σβήσεις, όπως ένα ζώο που χάθηκε και κανείς δεν έδωσε σημασία για την απώλεια αυτή, πως να μην ελπίζεις να φύγεις την ώρα που η φύση αρχίζει να χορεύει; Γνωρίζοντας πως αφήνεις τον κόσμο σε καλά χέρια, σίγουρος ότι θα μπορέσουν τα αδέρφια σου να ξεπεράσουν την απουσία της μυρωδιάς σου όσο πιο ανώδυνα γίνεται, πως να μη χαίρεται κανείς όταν σε ξανασυναντά; Είναι σαν να λέμε μέσα μας: ορίστε, έκανα και πάλι τον κύκλο μου.

Ω, Άνοιξη, ζωγράφισε στον καμβά της Ζωής, τα πιο έντονα, τα πιο όμορφά σου όνειρα...

Μαζί με εσένα, έρχεται παρέα κι η ελπίδα. Σαν να ήσουν ένας απ'τους μάγους με τα δώρα, μας έφερες το πιο γλυκό ναρκωτικό, το πιο εθιστικό απ'όλα. Κι αρχίζει πάλι ο αγώνας.

Έρωτας, έρωτας παντού. Φέρνει σε σύγκρουση τις υπάρξεις αυτού του κόσμου και σκάνε τα συναισθήματα σαν φουσκωτοί αστέρες. Πως να μη σε αγαπάει κανείς;

Ο άνθρωπος που είναι ζωντανός μέσα του, σε κουβαλάει πάντα, σαν εικονίτσα, στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. Κι ελπίζει, κι ας μην το παραδέχεται, πως κάποια μέρα θα σε ξαναζήσει.

Ο άνθρωπος, φτιαγμένος απ'τα άστρα για αγάπη, σαν τυφώνας τριγυρίζει στον πλανήτη γη γυρεύοντας να πάρει στο διάβα του ό,τι προλάβει πριν χαθεί. Μα εσύ τον καλμάρεις.

Τι σου είναι ο Άνθρωπος μεθυστική μου Άνοιξη; Αποδημητικό πουλί αν ήταν, θα σε κυνηγούσε όπου πήγαινες. Τώρα όμως που είναι Θεός και Διάβολος, τη μια σε εξυψώνει και την άλλη σε κατσαδιάζει.

Ω, Άνοιξη, να θυμάσαι κάθε φορά πριν χαθείς να μας παίρνεις μαζί σου στον μικρό σου χαμό, να γευόμαστε τουλάχιστον τα γλυκόπικρά σου χείλη...




Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Μαρμαρωμένοι Ήρωες

Μια σειρήνα ακούστηκε να σουλατσάρει στο δρόμο, κι αυτό το κείμενο, άρχισε να παίρνει σάρκα κι οστά.

Τόσα χρόνια γράφω και γράφω, προσπαθώντας σε πρώτη φάση να αυτοψυχαναλυθώ κι αν έχω την τύχη και τη δύναμη, ίσως να αυτοψυχοθεραπευθώ. Μέχρι τώρα το γράψιμο στάθηκε δίπλα μου, το είχα σαν μπαστουνάκι ώστε να βοηθιέμαι πότε πότε στις δύσκολές μου ημέρες. Η γοητεία που το διακατέχει, το καθιστά ως ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία αυτοβελτίωσης, κι αυτό το τελευταίο, είναι κομμάτι των ανθρώπων που βλέπουν παραπέρα, στον ορίζοντα.

Αισθάνομαι όμως πως οικοδόμησα μέσα μου όσα χρειαζόμουν για να ορθοποδήσω πνευματικά. Με τη φλογίτσα της ψυχής μου, άναψα τη δάδα του νου μου, και πλέον τράβηξα πλώρη προς τα ενδότερα του κόσμου μου, μιλώντας με μια κάποια παρρησία που ίσως και να φαντάζει αλαζονική, μα δεν είναι.

Θεωρώ ότι ήρθε ο καιρός να μιλήσω για πράγματα που ως τώρα δεν τόλμησα να ακουμπήσω με την πένα των δαχτύλων μου. Ήρθε ο καιρός το γράψιμο να με τραβήξει μπροστά.

Ξυπνάω πρωί, σηκώνομαι, ετοιμάζομαι και βγαίνω στον πηγαιμό για την Ιθάκη. Ποια Ιθάκη; Φυσικά κι εννοώ την νεκρική μου κνίμη.

Μα ας αφήσουμε τα ευχάριστα κι ας βγούμε μια βόλτα στον αλλόκοτό μας κόσμο.

Όπως όλοι οι νέοι άνθρωποι, έφτασε κι η δική μου ώρα να γίνω χρήσιμος στην κοινωνία. Πέρα απ'το να γράφω σκόρπιες σκέψεις κι ιδέες δεξιά κι αριστερά, είναι καιρός να θυσιάσω σε αιματοβαμμένους βωμούς τη ζωή και τον ιδρώτα μου.

Τον τελευταίο καιρό προσφέρω σε κάθε λογής εργοδότες, ιδιώτες εννοείται, την εθελοντική μου εργασία. Μου είπανε πως το να χτίσεις βιογραφικό είναι σημαντικό, κι εγώ αναρωτιόμουν τι γίνεται με την προσωπικότητα... Θα αξίζει άραγε να βάλω στο βιογραφικό μου πως η καλοσύνη κι η απλότητα, χαρακτηριστικά που τα αρπακτικά λατρεύουν να πατάνε πάνω, είναι κατευθυντήριες γραμμές μου;

Εκεί έξω, βλέπεις κάθε τσαρλατάνο να έχει πιάσει από ένα κλαδί και να φωνάζει και να οδύρεται. Κι αναρωτιέσαι, τι συμβαίνει με τον κόσμο μας; Το παιδάκι μέσα μου κλαίει κάθε φορά που βλέπει πόσο αδύναμοι είναι οι άνθρωποι που χαίρονται με το να προκαλούν πόνο στον συνάνθρωπό τους. Που πήγε η ευγένεια; Που πήγε ο σεβασμός κι η αγάπη;  Μάλλον δεν υπήρξαν ποτέ, παρά μόνο σε κάποια λίγα παραμύθια.

Ο κόσμος που δημιουργήσαμε, στηριζόμενος στην εκμετάλλευση κάθε είδους, μας κάνει να πονάμε όλοι. Κι είναι όντως η φύση των πραγμάτων τέτοια, μάχη ανάμεσα σε μάχες, συμφέροντα που κινούνται με απίστευτες ταχύτητες σε ένα χαοτικό οδικό δίκτυο. Αφήσαμε το ζώο να κάνει κουμάντο στον Θεό που κρύβουμε μέσα μας, και πληρώνουμε κάθε μέρα γι'αυτό. Μα όλα αυτά, δεν αποτελούν παρά επιλογές.

Ο άνθρωπος έχει τρεις διαφορετικές τακτικές ως επιλογές για να χρησιμοποιήσει και να χειριστεί στην ζωή του τις εκάστοτε κατάστασεις. Μίσος, αγάπη κι αδιαφορία.

Μέσω της οδού του μίσους, ο άνθρωπος φοβούμενος απέναντι σε κάθε τι άγνωστο, επιλέγει να σηκώσει τοίχους και φαντάζεται φαντάσματα φοβερά και τρομερά. Έτσι, τρέφει αρνητικά συναισθήματα για το ξένο προς αυτόν. Τραβάει βέλη με το τόξο του κι ελπίζει να προστατευθεί όσο καλύτερα μπορεί.

Από την άλλη, έχουμε την αγάπη. Μέσω της αγάπης ο άνθρωπος με πρόσωπο θεού έρχεται κι ανοίγει τις αγκαλιές του προς το άγνωστο. Επιλέγει να δώσει ευκαιρία σε κάτι που δε γνωρίζει, ώστε να το παρατηρήσει με την περιέργεια παιδιού που τον χαρακτηρίζει και να γίνει φίλος με ένα άλλο του, μακρινό κομμάτι.

Ο τρίτος δρόμος είναι αυτός της αδιαφορίας. Βέβαια, σχεδόν ποτέ δεν είμαστε αδιάφοροι. Απλά τα συναισθήματα που μας γεννά το ξένο, εύκολα πεθαίνουν και ξεφτίζουν. Πόσες χιλιάδες πρόσωπα που συναντάμε καθημερινά, μυριάδες μικροί θάνατοι κι αποχαιρετισμοί, με ανθρώπους που άλλαξες μια ματιά, ίσως πιο μεστή από κάθε κουβέντα που μπορεί να έχεις κάνει με τους καλύτερούς σου φίλους. Αυτή είναι μια ξεχασμένη γλώσσα που έχουμε μέσα μας. Η γλώσσα της φευγαλέας φύσης.

Και πείτε μου εσείς, τι πιστεύετε. Ποια είναι η πιο σοφή τακτική που μπορεί να υιοθετήσει και να ακολουθήσει ο άνθρωπος εν γένει;

Φοβάμαι, μα θα επιχειρήσω να συνδέσω την λογική με την αγάπη και το αποτέλεσμα θα το πω Σοφία.

Σοφός για εμένα είναι ο άνθρωπος που έχει αναγνωρίσει ως έναν βαθμό πως όλα όσα έχουν ειπωθεί ως σήμερα, συνδέονται μεταξύ τους, καλύπτοντας το ένα το άλλο. Η ιστορία της ανθρώπινης σκέψης που για εμένα δεν είναι κάτι άλλο από την ίδια τη φιλοσοφία, μας φανερώνει την ενότητα της ολότητας τριγύρω και μέσα μας.

Η φιλοσοφία είναι η σκέψη της ανθρωπότητας. Και η έμπρακτη άσκησή της στη ζωή μας, δεν γίνεται να μη μας βοηθήσει να ζήσουμε καλύτερα όλοι μαζί ως αδέρφια που είμαστε.

Μα ποιος σοφός ερμηνεύθηκε σωστά ως σήμερα; Τα λόγια των μεγάλων πνευματικών της ανθρωπότητας έγιναν όπλο στα χέρια μερικών χιλιάδων τσαρλατάνων. Κι αυτοί οι τσαρλατάνοι, καρκινικά κύτταρα του οργανισμού που φέρει το όνομα Ανθρωπότητα, δεν έχουν παρά μόνο έναν αντιφατικό προς την ίδια τη ζωή σκοπό, να την καταστρέψουν.

Κι εμείς, ανίδεοι, πτωχοί τω πνεύματι, τρέχουμε δεξιά κι αριστερά για ένα κομματάκι ψωμί. Εν έτει 2019, θεωρούμε αναγκαίο κακό την εργασία. Αναπτύξαμε σε τέτοιο βαθμό την τεχνολογία, κι αντί να την αξιοποιήσουμε κατάλληλα, τα βάζουμε μαζί της λες και δεν είναι παιδί μας. Μας διακατέχει μια δουλοπρέπεια. Ένα στερεότυπο που λέει πως ο άνθρωπος θα πρέπει να δουλεύει και να παράγει αξία. Και μπερδεύουν την αντικειμενική με την ανταλλακτική αξία.

Ακόμη και σήμερα, έναν αιώνα τώρα, δουλεύουμε πενθήμερο κι οχτάωρο. Κάποτε, τα συμφέροντα ήταν πιο απτά. Διχασμένα κατά κύριο λόγο σε μεγάλες οικονομικές δυνάμεις, απ'τη μια όσοι κατείχαν το κεφάλαιο κι απ'την άλλη όσοι κατείχαν μόνο τη δύναμη των χεριών τους. Με τον καιρό οι μεν νίκησαν του δε σε όλα τα επίπεδα, και πλέον η ανισότητα στο οικονομικό γίγνεσθαι έχει λάβει μη αναστρέψιμες διαστάσεις. Το θέμα όμως είναι, ότι οι άνθρωποι οι οποίοι παρόλο που είναι η τελευταία τρύπα του ζορνά στη σημερινή μας κοινωνία, κι ας είναι κάτι δις, έχουν αποπροσανατολισθεί. Έχουν καταφέρει να πιστέψουν πως αξίζει περισσότερο να γίνεις πλούσιος και να είσαι πάνω από τους άλλους παρά να μπορείς να ζήσεις καλύτερα σε σχέση με τη χθεσινή σου κατάσταση. Λείπει τόσο πολύ το γνώθι σαυτόν. Αυταπάτες που μας κάνουν να χτυπούμε τα κεφάλια μας στον τοίχο.

Λες και δε γίνεται να δουλεύουμε λιγότερο και με πιο ανθρώπινους όρους. Λες και δεν μπορούμε να ζήσουμε όλοι σαν αδέρφια. Λες και το κακό βασιλεύει σε έναν κόσμο χωρίς θρόνους.

Ονειρεύομαι μια κοινωνία, κι ας είναι ουτοπία, όπου ο άνθρωπος θα δεχθεί να ζήσει σύμφωνα με αυτό που πραγματικά είναι. Πως να μοιάζει άραγε; Η κοινωνία των θεών, πραγματικός παράδεισος.

Μα και πάλι, για άλλα ξεκίνησα να γράψω. Πως έρχονται και κολλάνε όλα αυτά με τη σημερινή κατάσταση της χώρας; Είναι απλό και πασιφανές, μας λείπει η αγάπη. Όλοι μας είμαστε άνθρωποι με αρετές και προβλήματα. Μα το ζήτημα παιδείας που αντιμετωπίζουμε, μας κάνει να μοιάζουμε περισσότερο με δαίμονες παρά με αγγέλους.

Ο ελληνικός χώρος φαντάζει με βάλτο, και πως να φυτρώσουν λουλούδια στον βάλτο; Πως μπορείς να σπείρεις κάτι σε τοξικό περιβάλλον και να ευελπιστείς αυτό να ευδοκιμήσει;

Ζητείται ελπίς.

Σαν κι εμένα είναι κι άλλοι. Κι όπως ήρθαμε, έτσι και θα φύγουμε. Όμως, αυτό το όμως. Γιατί να μην προσπαθήσουμε; Γιατί να ρίξουμε τις ασπίδες και τα όπλα μας χωρίς καν να δοκιμάσουμε να πολεμήσουμε; Γιατί να παραιτηθεί κανείς απ'το όνειρο να αλλάξει έναν κόσμο που δεν του αρέσει; Τόσο λιγόψυχοι είμαστε εμείς οι τρελοί;

Περπατώ τριγύρω και συναντάω νέους χωρίς όνειρα κι ελπίδα, πιο νεκρούς ακόμη κι απ'τους πρόγονούς τους. Γι'αυτό άραγε πέθαναν τόσοι και τόσοι; Για να παραιτηθούμε χωρίς καν να προσπαθήσουμε να ζήσουμε; Γίναμε ζόμπι μέσα σε μια κρίση αξιών.

Δέκα χρόνια οικονομική κρίση. Διακόσια χρόνια κρίση κοινωνική. Είναι αυτή η χώρα καταδικασμένη; Ή μήπως την καταδικάζουμε εμείς καθημερινά με τις επιλογές μας; Διάλεξε και πάρε.

Γενιές ολάκερες, καμένα χόρτα. Και μια κοινωνική κατάθλιψη που μας σκοτώνει σιγά σιγά με καταχρήσεις. Τι αρρώστια κι αυτή;

Ζητείται ελπίς.

Ώρες ώρες, αισθάνομαι τόσο μα τόσο μόνος κι αδύναμος. Και τώρα με τη βιοπάλη, ένας ακόμη βραχνάς έρχεται και κρεμάτε πάνω μου.

Μα εγώ, ρομαντικός ποιητής σαν είμαι, δεν μπορώ παρά να χτυπάω το κεφάλι μου σε τοίχους, μήπως και ξυπνήσουν οι μαρμαρωμένοι μου συνήρωες. Μήπως και απελευθερωθεί κανείς απ'τα δεσμά του.

Τουλάχιστον, ο τόσος πόνος με κάνει να νιώθω ζωντανός. Κι είναι αυτό τελικά που έψαχνα. Να τος ο βωμός να θυσιάσω τη ζωή μου. Ή που θα τα αλλάξω όλα, ή που απλά θα πεθάνω προσπαθώντας.

Για ποιον γράφω άραγε; Κι αν ένα δέντρο πέσει μέσα στο δάσος, σημαίνει ότι δεν έκανε θόρυβο επειδή δεν είναι κανείς εκεί για να τ'ακούσει;

Κι όμως, κάποιος είναι εδώ και κατασκοπεύει το μυαλό μου. Το διαισθάνομαι.

Βρέθηκε η ελπίς.

Μη φοβάστε αδέρφια μου κι ελάτε να δημιουργήσουμε, το αξίζουμε.

Αναζητούνται συνδαιτυμόνες.






Την εικόνα βρήκα στο pixabay.com και είναι του χρήστη Couleur.


Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019

Γράμμα στη Γυναίκα

Πέρασε τις προάλλες η ημέρα της γυναίκας από πάνω μου σαν να ήταν φάντασμα.

Ήθελα τόσα να γράψω, τόσα να πω, μα η ατίθαση καθημερινότητα μου σκότωσε την έμπνευση κι έτσι, τώρα που δρασκελίζω μεταξύ δυο ημερών, λίγο πιο άνετος κι ελαφρύς, θα προσπαθήσω να αφεθώ σα χείμαρρος πάνω σε αυτό το πολύχρωμο πληκτρολόγιο.

Έβαλα να ακούσω το άλμπουμ του Χατζιδάκι - Το Χαμόγελο Της Τζοκόντας - κι ευελπιστώ οι μελωδίες του να μου γεννήσουν όμορφες εικόνες. Για πάμε να δούμε το λοιπόν.

Αρχικά, αναρωτιέμαι γιατί χρειάζεται μια μέρα σαν κι αυτή... Μήπως για να μας θυμίζει πως όλα σε αυτόν τον κόσμο ξεχνιούνται; Κάθε μέρα όλη η ζωή γιορτάζει, μα φαίνεται πως το ξεχνούμε, αν και μάλλον δεν το μάθαμε ποτέ. Έτσι, μερικοί σοφοί έδωσαν λύση σε αυτό το πρόβλημα, τι κι αν γιορτάζει η μάνα, η σύντροφος κι η γυναίκα κάθε μέρα; Χρειαζόμαστε κάποιες μέρες μέσα στον χρόνο για να τις τιμήσουμε δεόντως. Αναρωτιέμαι, φταίει για όλα το χρήμα; Δεν ξέρω, ίσως, μα και πάλι, δε βρίσκω τίποτα κακό σε αυτή την υπενθύμιση.

Για να μπούμε και στο θέμα μας όμως,

Αγαπητή Γυναίκα,

Σε βλέπω στα όνειρά μου τόσα χρόνια, άλλοτε έχεις πρόσωπο παιδικό και χαρούμενο, άλλοτε έχεις πρόσωπο γιαγιάκας και θλιμμένο, κι αναρωτιέμαι τι να σου συμβαίνει.

Στα μάτια σου βλέπω τη ζωή να μου χαμογελά, να μου ξεδιπλώνεται ένα μυστικό που ποτέ δεν μπορεί να μείνει κρυφό ως το τέλος - έτσι ξεκάθαρα παρουσιάζεται η αλήθεια.

Και στο χάδι σου, νιώθω την ασφάλεια, τη θαλπωρή και την αγάπη.

Δεν είναι απίστευτο;

Είσαι φτιαγμένη από χρυσαφένιους αστρικούς κόκκους, κάθε κόκκος κι ένα σύμπαν, είσαι η Θεά Σοφία που όλοι αναζητούν την εύνοια κι αποδοχή της. Μα, ίσως από ταπεινοφροσύνη, εσύ κάνεις πως δε γνωρίζεις. Προσπαθείς να απαρνηθείς τη θέση της Βασίλισσας για την οποία είσαι προορισμένη. Προσπαθείς μπουσουλώντας να κρυφτείς κάτω απ'το τραπέζι. Για που το'βαλες καρδιά μου;

Μην αποποιήσε την ευθύνη σου. Εσύ είσαι αυτή η οποία δίνει σε αυτή την πανσπερμία του σύμπαντός μας νόημα ζωής χάρη στην αγάπη σου.

Σε βλέπω να τρέχεις μικρό καστανόξανθο κορίτσι σαν είσαι φορώντας το λουλουδένιο σου φορεματάκι σε μια κοιλάδα με κόκκινες παπαρούνες, και να βουτάς κάνοντας άπλες μες το βαθύ μπλε της γαλήνης σου.

Σε βλέπω με βαμμένα μαλλιά σε διάφορες αποχρώσεις να γκρεμίζεις και να χτίζεις ταυτότητες, να διαμαρτύρεσαι απέναντι σε μια βαθιά φαλλοκρατική κοινωνία. Λες και δεν ξέρεις πως η δυνατή είσαι εσύ.

Σε βλέπω να συμβιβάζεσαι με ό,τι δε σου αρέσει για να πετύχεις τον βιολογικό σου σκοπό και να συνεχίσεις έναν ιερό αγώνα παραδίδοντας τη σκυτάλη στις επόμενες γενιές.

Σε βλέπω να δουλεύεις ακόμη και στα όνειρά σου, την ώρα που ο ύπνος σου φτάνει στο μεγαλύτερο βάθος, εσύ παραμένεις εργατική σαν να μη γίνεται κι αλλιώς.

Σε βλέπω να δημιουργείς και να δημιουργείς, να πιάνεις την μάνα και κόρη σου Ανθρωπότητα απ'το χέρι και να την τραβάς μπροστά στο άγνωστο με δάδα την ελπίδα.

Σε βλέπω να ζεις και να πεθαίνεις για τους άλλους και ποτέ για εσένα.

Γλυκιά μου ύπαρξη, τι σηκώνουν οι βελούδινες πλατούλες σου...

Δημιουργήσαμε έναν κόσμο κακοτράχαλο για τις ηρωίδες μας. Αφήσαμε τον εγωισμό μας να τιθασεύσει την μοναδική Θεά. Την κλείσαμε στο σπίτι εμείς οι άντρες και φοβισμένοι τρέξαμε να συνομωτήσουμε εναντίον της, να της πάρουμε την εξουσία. Την κάναμε να μεγαλώσει με χίλιες μύριες ανασφάλειες. Κάναμε το λουλούδι της να μην ανθίσει μέσα σε αυτόν τον βάλτο που αποκαλούμε κοινωνία.

Αχ, και να'ξερες, πόσο αδύναμο είναι το μικρό σου παιδί που σου δαγκώνει τις ρωγίτσες.

Αχ, και να'ξερες, πόση δύναμη κρύβει το μικρό σου μυαλουδάκι.

Αχ, και να'ξερες, πόσο έχουμε ανάγκη να σε φέρνουμε στον πιο μεγάλο οργασμό, στην πιο γλυκιά ηδονή, απλά για να σου λέμε ευχαριστώ για το δώρο που μας έκανες.

Εσύ, Γυναίκα της Ζωής, κομμάτι θεϊκό, γιατί δεν ανοίγεις το μυαλό και τα μάτια σου;

Γιατί να πρέπει να συμπεριφέρεσαι σα να είσαι αδύναμη;

Γιατί να παίζεις χίλιους ρόλους;

Γιατί να ασχολείσαι τόσο πολύ με το έξω σου αντί για το μέσα; Καλύτερη ισορροπία δεν υπάρχει;

Πότε θα το δεις καθαρά, πως όσα και να κάνεις, πάλι γυμνή θα σε φανταζόμαστε, να λερώνουμε τα πιο καθαρά σεντόνια, πίνοντας τους χυμούς σου και δημιουργώντας λιμνούλες.

Αχ, αυτά τα φαλακρά σου όρη, με τις υπέροχες πλαγιές τους που τόσο μας αρέσει να ακουμπάμε το κεφάλι μας. Όλα σου τα καλούδια μας οδηγούν στις συμπληγάδες σου για να πνιγούμε.

Κι αναρωτιέμαι, πως μπορεί να ξυπνήσει αυτός ο γίγαντας που κρύβει το μικρό σου σωματάκι.

Ποιος να πει και τι να πει. Ποιος να σε ξυπνήσει απ'τον λήθαργο που με το ζόρι σε ρίξαμε για να ξεχάσεις ποια είσαι.

Γράφω και γράφω, σιγοτραγουδώ τις μελωδίες μου για να σου πω στο αυτάκι: ξύπνα γλυκό μου κορίτσι, ξύπνα άγγελέ μου.

Μα εσύ τίποτα. Ε λοιπόν, ΞΥΠΝΑ ΟΠΤΑΣΙΑ! Ξύπνα επιτέλους και πάρε τη ζωή στα χέρια σου...

Τι περιμένεις;

Είσαι πανέμορφη και σ'αγαπώ για αυτό που είσαι, ό,τι κι αν είσαι, όποια κι αν είσαι.

Σε ευχαριστώ που υπάρχεις και δίνεις στη ζωή μου νόημα.




Την εικόνα βρήκα στο pixabay και είναι του χρήστη ivanovgood.

Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

Ρομαντικοί Ποιητές

Νέοι γεμάτοι ζωή κι αγάπη. Άνθρωποι, εν δυνάμει ήλιοι και μικροί Θεοί. Ξεπροβάλλουν στον κόσμο μας μέσα απ'το χώμα, όπως το χορταράκι φυτρώνει κι ομορφαίνει με το χρώμα του τη μητέρα φύση.

Μεγαλώνουμε από μικροί μέσα στο ψέμα. Ψέμα για το πως είναι και πως μοιάζει η πραγματική ζωή. Τόσα όμορφα παραμύθια, που είναι ωστόσο μόνο παραμύθια.

Τι τραβάει το παιδάκι που με τα χίλια ζόρια στην αρχή της ζωής του μαθαίνει να στέκεται όρθιο και να περπατάει, που πρέπει να μάθει να ακούει για να μάθει να μιλάει, που πρέπει να σκέφτεται για να'χει κρίση, να μάθει τον εαυτό του για να μάθει τον κόσμο.

Το βλέπω να κοιτάζει στον καθρέφτη δίπλα στην παπουτσοθήκη και να αναγνωρίζει το άτομό του. Το βλέπω να κλείνει τα φώτα των ματιών του και να τρομάζει απ'το βάθος της αβύσσου που κρύβεται μέσα του. Έτσι γλυκό σαν είναι το πρόσωπό του στην αρχή της βουτιάς του, με το που πάρει λίγα μέτρα να βαθαίνει το βλέπω να χλωμιάζει αφού νιώθει να πνίγεται, να προσπαθεί να ανέβει στην επιφάνει της θάλασσάς του και να πάρει μιαν ανάσα. Τα μάτια ανοιχτά και πάλι.

Αυτό είναι το παιδί, που κρύβεται βαθιά μέσα μας - πίσω από τη σοβαροφάνεια - και παίζει με τ'άστρα τ'ουρανού μας σαν να'ταν μπιχλιμπίδια.

Μα όλος ο κόσμος πέφτει πάνω στο παιδάκι, προσπαθώντας να το πείσει πως δεν αξίζει τον κόπο να σηκωθεί και να περπατήσει, πως κανείς δεν είναι εκεί για να το ακούσει όταν θα μιλάει, πως ακόμη κι αν σκέφτεται η κρίση του είναι λαθεμένη, πως δεν θα καταφέρει ποτέ να μάθει τον εαυτό του - μήτε τον κόσμο.

Κοίτα το παιδί τώρα, κατατρομαγμένο σαν είναι μπροστά στο τέρας που δημιούργησε ο άνθρωπος και το ονόμασε κοινωνία. Δες το πως δειλιάζει να ζήσει κι απλά κουλουριάζεται γύρω από τον νεκρό βλαστό της ζωής του. Η καρδιά σου σε πιάνει...

Μα κάπου κάπου, εδώ κι εκεί, τριγύρω, τα δάκρυα της ψυχής ενός παιδιού, ξαναζωντανεύουν τον βλαστό του, και τότε, τότε μόνο, τρελό σαν είναι το παιδί απ'την έκσταση της χαράς του που νιώθει τον εαυτό του ζωντανό, σηκώνεται, και περπατάει και τρέχει! Κάπου κάπου, θα το δεις μ'ένα βιβλίο στο χέρι κι άπειρους κόσμους μες στον νου. Κάπου κάπου, θα το δεις να φιλιέται με έναν άλλον άνθρωπο, να αγκαλιάζεται και να χορεύει στους πιο ξέφρενους ρυθμούς της ζωής, μαθαίνοντας τον εαυτό του και τον κόσμο, με μια βουτιά φτάνει στην άλλη μεριά της ύπαρξης μέσω της αβύσσου.

Το παιδάκι αυτό, όπως άλλα πολλά, γεννιέται από τύχη μέσα στον κόσμο μας και μοιάζει με λουλούδι του γκρεμού, ζωή αδύνατη μα δυνατή. Ζωή μοναχική.

Μερικές φορές το παιδάκι γίνεται ποητής. Άλλες συγγραφέας και φιλόσοφος. Κάποιες φορές βγάζει τις ταμπέλες που του κρεμάμε στο λαιμό κι αυτοπροσδιορίζεται απλά ως άνθρωπος. Και παλεύει πάνω απ'όλα να είναι αυτό, άνθρωπος.

Τα παιδάκια - λουλουδάκια, που μέσα από τα μάτια τους βλέπει η ζωή, το σύμπαν κι ο Θεός τον εαυτό τους, έχουν γραμμένη στην τελευταία σελίδα του τετραδίου τους, το νόημα της ζωής.

Ο μόνος τρόπος για να ζήσουν είναι να φωτίσουν τον υπόλοιπο κόσμο μέσα από τις σκέψεις και τις πράξεις τους. Κάποιοι αφελείς τα λένε και θα τα πουν εγωκεντρικά, ανώριμα που θέλουν να αλλάξουν έναν κόσμο ασάλευτο στα μάτια τους μα που συνεχώς κινείται κι αλλάζει.

Θα τα πούνε και τρελά, και ζαβά, μα ο κόσμος μας έχει φτάσει εδώ που έχει φτάσει χάρης στην τρέλα κάποιων λίγων παιδιών να δουν πέρα απ'την μύτη τους και να νιώσουν ένα με τη φύση.

Οι ανίδεοι θα τα αποκαλέσουν ρομαντικά, που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο γιατί δεν τους αρέσει, κακόκεφοι μέσα στη μιζέρια τους κατακρίνουν όσους δεν έπαψαν να ελπίζουν, ανήμποροι να δουν πως πάνε κόντρα στην ίδια τους τη φύση, άρρωστοι με κλειστή μυτούλα που δε μυρίζουν τη σαπίλα της σκέψης τους.

Μα έλα που η τρέλα είναι η πιο καθαρή μορφή λογικής. Έλα που το συναίσθημα διακατέχεται από σοφία εκατομμυρίων χρόνων κι αποτελεί καθοδηγητή μας. Κάποιοι, λύνοντας εξισώσεις πρώτου βαθμού νομίζουν πως έπιασαν τον τράγο απ'τα κέρατα κι όλο υφάκι σνομπάρουν αυτούς που αποτελούν οι ίδιοι ολοκληρώματα και το όριο της ψυχής τους τείνει προς τον Θεό.

Παρόλα αυτά, τα κατά τον κόσμο ρομαντικά παιδιά, δεν εχθρεύονται την άγνοια και τη βλακεία, παρά μονάχα τον ίδιο τους τον εαυτό. Μέσα τους διεξάγεται μια παντοτινή μάχη ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Για κάποιο λόγο συνεχώς τις μάχες παίρνει η ζωή, μια μόνο καταφέρνει να πάρει ο θάνατος κι αυτή είναι αρκετή. Μα αν φτάσαμε ως εδώ που φτάσαμε, παρά το βουητό των μελισσών  μέσα στην κεφάλα μας, είναι γιατί η ζωή στο σύνολό της είναι κερδισμένη. Όμως, κάποιες, οι πρώτες ίσως μάχες, είναι από τις πιο δύσκολες. Το παιδί ψάχνει να βρει τρόπο να κερδίσει τον θάνατο σε κάθε γύρο, μα δυσκολεύεται και δεν ξέρει από που να αρχίσει. Είναι τα πρώτα βήματα, τα πιο σημαντικά.

Κι αν είναι δύσκολα, αυτό δεν πειράζει. Πάντοτε τυγχάνει το παιδί να πάρει την κατάλληλη σπρωξιά σαν να'ταν χελιδόνι και να φτερουγίσει - βέβαια κάποιες φορές τσακίζεται, μα πάλι, δεν πειράζει.

Αχ, ρομαντικά μου παιδιά, που είστε η ζωή στην ανώτερη μορφή της, γίνετε ποιητές. Γίνετε οι κοινωνοί του αύριο δημιουργώντας σήμερα κιόλας. Μην ακούτε όσων το στόμα βρωμάει σαπίλα, πως κάνετε λάθος σε κάτι. Το λάθος και το σωστό είναι φαντάσματα που μας καταδιώκουν μα μη φοβάστε. Αν θέλουν να μας λένε ρομαντικούς ποιητές, εμπρός ας το κάνουν. Μα εμείς το ξέρουμε καλά, πως δεν είμαστε παρά άνθρωποι ζωντανοί, πως είμαστε η ίδια η ζωή.

Κοιτάζω τριγύρω στους ανθρώπους της γενιάς μου κι αναρωτιέμαι, που να βρίσκεστε;

Το πλήρωμα του χρόνου είναι κοντά, κι εμείς έχουμε να αντιμετωπίσουμε με τη σειρά μας και να αναμετρηθούμε απέναντι στους παλιότερους μεγάλους ρομαντικούς ποιητές της ανθρωπότητας, τα ίδια ζητήματα της ζωής, δίνοντας παρόμοιες, αν όχι ίδιες, λύσεις.

Οι ρομαντικοί ποιητές έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλο. Έχουν ανάγκη να περπατήσουν μαζί χέρι χέρι, μοιραζόμενοι αγάπη μα και δύναμη.

Που να βρίσκεστε άραγε;




Την εικόνα βρήκα στο pixabay και είναι του χρήστη PPPSDavid.

Πρόσφατα

Τέλους Τίτλοι

Αλήθειες. Υπάρχουν πολλές από δαύτες στον κόσμο μας, και μια εξ αυτών είναι η ακόλουθη: κάθε τέλος σηματοδοτεί μια νέα αρχή. Υπάρχει όντω...

Δημοφιλείς